- χρυσοβάλανος
- χρυσοβάλανοςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρυσοβάλανος — η, NA νεοελλ. βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας ροδίδες αρχ. είδος φυτού, πιθ. χουρμαδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + βάλανος. Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. chrysobalanus] … Dictionary of Greek
χρυσοβαλάνου — χρυσοβάλανος fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοβαλάνων — χρυσοβάλανος fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοβάλανον — χρυσοβάλανος fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CARYOTAE — dicebantur olim palmarum maiores, sicut minores communes et dactyli: nomen a nucali forma nactae. Earum maximas sex digitos in longitudine efficere, scribit Diodorus, τοὺς μεν` μείζους κατα τὸ μέγεθος ἕξ δακτύλων ὄτας: quô pactô quaterni iuncti… … Hofmann J. Lexicon universale
βάλανος — (balanus). Γένος θυσανοπόδων μαλακίων της οικογένειας των βαλανιδών. Ζουν κολλημένα στους βράχους ή επάνω σε όστρακα διαφόρων μαλακίων, σε όλες τις θάλασσες, ακόμη και στις λιμνοθάλασσες. Ορισμένα είδη βρίσκονται και στις ελληνικές ακτές. Συνήθως … Dictionary of Greek